Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πέρροχος — ον, Α (αιολ. τ.) βλ. περίοχος … Dictionary of Greek
περίοχος — ον, και αιολ. τ. πέρροχος, βοιωτ. τ. πέροχος, Α [περιέχω] 1. υπέροχος 2. υπέρτερος … Dictionary of Greek